Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

тонкая - λεπτή-

  • 1 структура

    η υφή, η δομή, η διάρθρωση, ο ιστός
    видманштеттова - η δομή/τα σχήματα του Βιντμανσταίττεν
    -капиталовложений эк. - των επενδύσεων
    кристаллическая - η κρυσταλλική δομή, οκρυσταλλικός ιστός
    - маркетинга (фин.
    эк.) - της αγοραλογίας
    - του μάρκετιγκ(ξεν.)
    мелкозернистая - η λεπτόκοκκοςδομή/υφή
    - рынка эк. - της αγοράς
    - сезонных колебаний торг. - των εποχι(α)κών διακυμάνσεων
    - спроса торг. - της ζήτησης
    торг.) - των τιμών

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > структура

  • 2 черта

    θ.
    1. γραμμή•

    тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•

    подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•

    черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.

    2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•

    черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•

    черта в -е города στα όρια της πόλης•

    за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•

    зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•

    в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.

    3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•

    -ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•

    крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.

    || λεπτομέρεια.
    εκφρ.
    в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•
    до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων).

    Большой русско-греческий словарь > черта

  • 3 работа

    работ||а
    ас
    1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
    тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·
    2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
    3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:
    печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > работа

  • 4 талия

    тали||я
    ж ἡ μέση:
    тонкая \талия λεπτή μέση· платье в \талияю φόρεμα μεσᾶτο.

    Русско-новогреческий словарь > талия

  • 5 талия

    θ.
    η μέση, η οσφύς•

    тонкая талия η λεπτή μέση (του σώματος).

    || μέρος του ενδύματος•

    платье с высокой -ей φόρεμα με ψηλά τη μέση.

    εκφρ.
    без -ии – χωρίς μέση, ευθύς (όχι μεσάτο)•
    в -ю – (για φόρεμα) μεσάτο.
    κ. талья, -и θ. παλ..
    1. το κόψιμο των παιγνιόχαρτων στα δυό.
    2. ο γύρος του χαρτοπαιγνίου.

    Большой русско-греческий словарь > талия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»